ειργμαι...

ειργμαι...
    εἷργμαι...
    εἶργμαι, εἷργμαι
    pf. pass. к εἴργω См. ειργω и εἵργω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ειργμαι..." в других словарях:

  • εἶργμαι — ἔργνυμι perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἷργμαι — ἔργω 1 shut in perf ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»